μηνιγγιτιδοκοκκικός

μηνιγγιτιδοκοκκικός
-ή, -ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή οφείλεται στον μηνιγγιτιδόκοκκο
2. φρ. «μηνιγγιτιδοκοκκική σηψαιμία»
ιατρ. γενικευμένη βαριά νόσος που προκαλείται από διασπορά τού μηνιγγιτιδοκόκκου στο αίμα, αλλ. μηνιγγιδοκοκκαιμία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”